- δολοφόνος
- οθηλ. δολοφόνισσα αυτός που σκοτώνει με δόλο: Η αστυνομία ακόμη ψάχνει για το δολοφόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δολοφόνος — ο, η (θηλ. και δολοφόνισσα) (AM δολοφόνος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η δολοφόνος αυτός που διαπράττει φόνο με δόλο, εκ προμελέτης νεοελλ. αυτός που προκαλεί καταστροφή με δόλια μέσα αρχ. αυτός που χρησιμοποιήθηκε κατά τη δολοφονία … Dictionary of Greek
δολοφόνου — δολόφονος slaying by treachery masc/fem/neut gen sg δολοφόνος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
μασχαλισμός — Έθιμο διάφορων λαών κατά την αρχαιότητα. Αναφέρεται από τους τραγικούς ποιητές και σύμφωνα με αυτό, ο δολοφόνος έκοβε ένα μέλος του σώματος του νεκρού και το κρεμούσε από τον τράχηλο προς τη μασχάλη, προς αποτροπή της εκδίκησης του θύματος· η… … Dictionary of Greek
φοινός — (I) ή, όν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, αιματώδης 2. αιμοχαρής 3. θανατηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. ο οποίος, κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhen «χτυπώ» και κατ επέκταση «χτυπώ μέχρι θανάτου» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… … Dictionary of Greek
Κορντέ ντ’ Αρμόν, Σαρλότ — (Charlotte Corday d’ Armont, Σεν Σατιρκέν 1768 – Παρίσι 1793). Γαλλίδα ευγενής, η δολοφόνος του Γάλλου επαναστάτη Ζ.Π. Μαρά. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Νορμανδίας και θαύμαζε τον Πλούταρχο και τον Ρουσό. Υποστήριζε θερμά τις… … Dictionary of Greek
φονιάς — ο πληθ. ιάδες, θηλ. φόνισσα 1. αυτός που σκότωσε άνθρωπο, ανθρωποκτόνος, δολοφόνος: Και για το Χάρο το φονιά κοντάρια και μαχαίρια (Ι. Ζερβός). 2. ο συστηματικός ή επαγγελματίας δολοφόνος: Εις την ώρα που σκιασμένος και παράξενα ντυμένος βγαίν ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίλλος — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… … Dictionary of Greek
αναιρέτης — ἀναιρέτης, ο (θηλ. έτις) (ΑΜ) [ἀναιρῶ] αυτός που αφαιρεί τη ζωή κάποιου, δολοφόνος, φονιάς … Dictionary of Greek